- πολεμοῦμαι
- πολεμέωto be at warpres ind mp 1st sg (attic epic doric)πολεμόωmake hostilepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… … Dictionary of Greek
αλληλοπολεμούμαι — ( έομαι) και πολεμιέμαι πολεμούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα πολεμώ κι εγώ εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + πολεμώ ( ούμαι και ιέμαι)] … Dictionary of Greek
καταπολεμώ — καταπολεμάω / καταπολεμώ (παρατατ. ούσα), καταπολέμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε ώμαι (βλ. π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπολεμώμαι — καταπολεμώμαι, καταπολεμήθηκα βλ. πίν. 61 και πρβλ. καταπολεμιέμαι Σημειώσεις: καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε ώμαι (βλ. π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՊԱՏԵՐԱԶՄԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0609 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c ձ. πολεμέω belligero, bellum gero, praelior μάχομαι pugno ἁγωνίζομαι certo, contendo. Տալ պատերազմ. մարտնչել ճակատ առ ճակատ. մրցիլ. ճգնիլ. ... *Տէր պատերազմի վասն նոցա ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)